Παρασκευή 27 Αυγούστου 2010

Παρεξήγηση

Κάθε φορά που δυο άνθρωποι τσακώνονται στήνεται ένα μικρό δικαστήριο και βέβαια έχεις γνώμη. Είτε φταίει ο ένας (εκείνος που έφταιγε και τις προηγούμενες φορές) είτε φταίνε κι οι δύο (αυτό άμα είναι φίλοι σου ή ζευγάρι ή και τα δύο) είτε δεν φταίει κανείς γιατί πρόκειται για παρεξήγηση.

Η παρεξήγηση κάνει επιτυχία γιατί βολεύει. Σαν την πανσέληνο ένα πράμα. Φορτώνεται όλη την ευθύνη και αφήνει στους ανθρώπους το ακαταλόγιστο.

Η παρεξήγηση πατάει πάνω σε μια παρανόηση, που είναι το πιο αθώο λάθος. Πιο αθώο κι απ’ τα ορθογραφικά. Άλλωστε το λάθος το κάνεις, ενώ παρεξήγηση δεν κάνεις, απλώς γίνεται. Έτσι από μόνη της, στη μέση τη φωνή την ανεύθυνη.

Στους κανονικούς καβγάδες υπάρχει μια αιτία, ή έστω μια αφορμή. Κάποιος θυμώνει, κάτι λέει, μετά θυμώνει κι ο άλλος, φωνάζουν, ή φωνάζει μόνο ο ένας και χάνει πόντους, κι ο άλλος είναι ψύχραιμος και νικάει λίγο. Εντέλει η κατάσταση γίνεται κάπως άσχημη και κρατάνε μούτρα. Άμα θέλουν πιο μετά συμφιλιώνονται αφού πρώτα ηρεμήσουν και μιλήσουν κανονικά. Ο ένας που μπορεί να είχε το λιγότερο άδικο αλλά φώναξε περισσότερο πρέπει να ζητήσει πρώτος συγγνώμη. Μετά λέει κι ο άλλος παραφέρθηκα και δίνουν τα χέρια ή αν είναι αρκετά αγαπημένοι αγκαλιάζονται.

Η παρεξήγηση έχει διαφορετικό κόνσεπτ και πιο περίπλοκο. Τις περισσότερες φορές κάποιος καταλαβαίνει λάθος κάτι που είπε κάποιος άλλος. Άμα μιλούν την ίδια γλώσσα αυτό φαίνεται αρκετά παράξενο αλλά συμβαίνει. Αυτός που παρεξηγεί θυμώνει και άμα το πει είμαστε στο απλό μοντέλο. Όμως συχνά δεν το λέει, σα να ντρέπεται, και κάνει σα να το ξεχνάει. Αλλά μετά το ξαναθυμάται και το λέει σε ένα σωρό άλλους ανθρώπους, γιατί εκεί δεν ντρέπεται και λέει μην το πεις και κάποιος τελικά το λέει ή το λένε όλοι και μην πεις ότι σου το είπα. Έτσι θυμώνει και ο άλλος και λέει ότι δεν έπρεπε να μάθει την παρεξήγηση από τρίτους. Και οι υπόλοιποι για να μην είναι τρίτοι, που δεν είναι ωραίο, παρεξηγούνται κι αυτοί. Στο τέλος όλοι λένε ότι ήταν μια τεράστια παρεξήγηση και όλα καλά, αλλά συνήθως μένει ένας παρεξηγημένος με όλους και συχνά είναι αυτός με τα λιγότερα λόγια.

Κανένα πρόβλημα δεν υπάρχει όταν πριν ξεκινήσεις την κουβέντα σου λες καλού-κακού κι ένα χωρίς παρεξήγηση. Γιατί τον δεσμεύεις τον άλλον έτσι, τον προλαβαίνεις. Μπορεί να μη σου πέφτει λόγος, μπορεί να μην έχει ζητήσει τη γνώμη σου, αλλά όλα κι όλα. Άμα είναι να παρεξηγηθεί οφείλει να το πει από την αρχή. Αγένεια όμως να σε διακόψει.

Παρασκευή 20 Αυγούστου 2010

Επιστροφή


Οι καλοκαιρινές διακοπές είναι θέμα για συζήτηση ήδη από την άνοιξη μέχρι και το φθινόπωρο. Πού θα πας, τι θα κάνεις και ύστερα πού πήγες, τι έκανες. Δυο εκθέσεις που τόσο βαριόσουν να γράφεις στο σχολείο, κι όμως τώρα τις επιλέγεις κιόλας, παρόλο που το θέμα είναι ελεύθερο.

Επέστρεψες λοιπόν με την ίδια παραφορτωμένη βαλίτσα που κουβαλούσες όταν έφευγες, μόνο που τώρα έκλεισε ακόμα πιο δύσκολα. Λίγο τα ρούχα που γίναν άπλυτα άρα κουβάρι, λίγο που σου είναι δύσκολο να στριμώξεις για δεύτερη φορά όλο το σπίτι σου σε αποσκευές, το τέλος των διακοπών σε βρίσκει μπροστά στο πλυντήριο, που είναι άλλωστε ένα από τα ελάχιστα υπάρχοντά σου που δε θα χρειαστεί να ξεπακετάρεις.

Κάθε φορά που επιστρέφεις χρειάζεσαι κάποιο χρονικό διάστημα για να προσαρμοστείς. Ακόμα και πέντε μέρες να έλειψες, είναι ικανές να σε αποδιοργανώσουν από την καθημερινότητα που χτίζεις χρόνια. Μάλλον γιατί σου θύμισαν ότι κάπως αλλιώς θα την ήθελες χτισμένη. Αλλά ούτε τότε που ήταν ακόμα οικοδομή ήξερες το πώς αλλιώς, ούτε και τώρα το ξέρεις. Το υποψιάζεσαι μόνο και γκρινιάζεις που γύρισες και λες ζέστη ζέστη κάνει εδώ. Κι εκεί που πήγες μπορεί να έκανε την ίδια ζέστη ή να φύσαγε ή να έβρεχε, που και πάλι δε σου άρεσε και γκρίνιαζες από μέσα σου, αλλά τώρα μπορείς να γκρινιάζεις επιτέλους δυνατά γιατί έχεις κάθε δικαίωμα αφού γύρισες και δεν μπορείς να προσαρμοστείς.

Υπάρχουν πάντα και κείνα τα συνηθισμένα σου που πεθύμησες, και είναι όσα δε θ’ άλλαζες ακόμα και στην υποθετική κατάσταση που θα ήξερες τι θέλεις ν’ αλλάξεις. Βέβαια η απόσταση εύκολα τη φέρνει τη νοσταλγία, ωστόσο τα συμπεράσματα περί αναντικατάστατου κρίνονται σε σημαντικό βαθμό ασφαλή.

Όπως και να πέρασες στις διακοπές, πάντα λες ότι πέρασες καταπληκτικά. Δεν αρκεί να το λες όμως, πρέπει να έχεις και αποδείξεις. Φωτογραφίες με καταγάλανες θάλασσες και ολόχρυσες αμμουδιές. Χαμογελαστούς ανθρώπους να εκτίθενται επιμελώς στον ήλιο και ατημέλητα στο φακό. Όσο καλή κι αν είναι η ανάλυση της μηχανής κανείς δε θα γλυτώσει από την εμβριθή ανάλυση του κάθε αποτυπωμένου στιγμιότυπου. Ακόμα κι αν ρώτησε πώς πέρασες από απλή ευγένεια.

Σίγουρα οι διακοπές σου είχαν και τα στραβά τους. Προβλήματα που σου έφερναν εκείνο το κακό είδος εκνευρισμού των διακοπών, εκεί που όλα πρέπει να είναι τέλεια και το παραμικρό που πάει να κλονίσει την υποχρεωτική τελειότητα μπορεί να σε φέρει εκτός εαυτού. Εκ των υστέρων όμως κάθε τέτοια συμφορά φαντάζει χαριτωμένο απρόοπτο, γουστόζικο ευτράπελο για να περιγράφεις στην ομήγυρη, γελώντας μαζί με το συνταξιδιώτη σου, που κάθεται παραδίπλα, και παραδόξως σου μιλάει ακόμα.

Παραλίας αναγνώσματα

Όταν κάποιος διαβάσει ένα βιβλίο και του αρέσει αρκετά συνηθίζει να το προτείνει και σε άλλους ανθρώπους που γνωρίζει. Μάλλον γιατί υποθέτει ότι θα αρέσει και σε κείνους. Αυτό συμβαίνει όλες τις εποχές του χρόνου. Το καλοκαίρι όμως κυκλοφορεί κι ένα επιχείρημα που κάπως με μπερδεύει. «Είναι ό,τι πρέπει για την παραλία».

Και λέω μη δείξω πως δεν κατάλαβα τον επικαιρικό χαρακτήρα της πρότασης, κάτι θα μου διαφεύγει, και ρίχνω μια ματιά στο εξώφυλλο. Μπας κι είναι ολοφάνερο το εποχικό το είδος και με βγάλει από τη δύσκολη θέση της άγνοιας της ορολογίας. Όχι, δεν είναι αδιάβροχο.

Τότε ανατρέχω στο οπισθόφυλλο, να μπω στο πνεύμα, να τ’ αναγνωρίσω ως θερινό. Όπως γίνεται λόγου χάρη με τις άλλες τέτοιου τύπου αντιστοιχίες. Χριστουγεννιάτικη ταινία λέει. Δικαιολογείται εθιμοτυπικά και με ένα καταστόλιστο έλατο μπρος στη μύτη σου θεατή. Η καλοκαιρινή λογοτεχνία όμως δεν έχει την ημερολογιακή σαφήνεια της χριστουγεννιάτικης φιλμογραφίας.

Το μυστήριο λύνεται στις λέξεις-κλειδιά που συμπληρώνουν τη βιβλιοπρόταση του συνομιλητή. Ελαφρύ, εύπεπτο, δροσερό. Άμα δεν προσθέσει ότι πρέπει να περάσουν δυο ώρες πριν κολυμπήσεις, τότε είναι βέβαιο, μιλάει για το βιβλίο.

Ο αναγνώστης παραλίας μπορεί να έχει και την ιδιότητα του σκέτου αναγνώστη ή να κατέχει τον τίτλο μόνο με τον προσδιορισμό του τόπου. Όπως ο παίκτης ρακετών που δε θα τον δεις αλλού να κουβαλάει τον εν λόγω αθλητικό εξοπλισμό του.

Εκείνοι λοιπόν που συνηθίζουν να διαβάζουν και εκτός παραλίας έχουν τις αναγνωστικές προτιμήσεις τους, τις οποίες προσαρμόζουν ή δεν προσαρμόζουν στον εκάστοτε χώρο ή τέλος πάντων κατά βούληση. Όσοι θέλουν τα βιβλία για θαλάσσιο σπορ έχουν περισσότερες πιθανότητες να επιλέξουν ό,τι θεωρείται στα κατάλληλα για την εποχή επίπεδα.

Η εποχή λοιπόν και η ακροθαλασσιά συνάμα θέλουν τα αναγνώσματα να κυλούν, να ρέουν. Κι αν λες πως κάθε αφήγηση έχει τη δική της ροή, εδώ μιλάμε για ρυθμούς που τρέχουν χωρίς να χρειάζεται κάποιου είδους εξοικείωση με το ύφος του ανθρώπου που έγραψε τις λέξεις. Παραλείπουμε το χαίρω πολύ και θέλουμε τους κώδικες πιο σαφείς κι από την ξαπλώστρα.

Ο αναγνώστης της παραλίας και μόνο αυτής δεν επιδιώκει να αφεθεί στην ατμόσφαιρα του βιβλίου. Γι’ αυτό και προτιμάει βιβλία που του επιτρέπουν να επιβάλει τη δική του ατμόσφαιρα. Εύπεπτη σαν τοστ και δροσερή σαν παγωτό. Έρωτες αντηλιακοί και μυστήρια μέσα σε κουβαδάκια. Πάθη που τελειώνουν λίγο πριν πατήσουν αχινούς.

Πέμπτη 5 Αυγούστου 2010

Απαραίτητα

Τον άνθρωπο που φεύγει για διακοπές τον καταλαβαίνεις από τη διάθεση και τις αποσκευές. Και στις δύο περιπτώσεις επιδιώκει την ελάχιστη δυνατή βαρύτητα. Κι αν στην πρώτη το καταφέρνει πιο εύκολα, στη δεύτερη δεν αρκεί η αυθυποβολή.

Η διάθεση που κουβαλάς μπορεί να ελαφρύνει στην πορεία. Με τη βαλίτσα γίνεται συνήθως το αντίστροφο. Ξεκινάς με τις ελαφρύτερες των προθέσεων. Λες θα πάρω μόνο τ’ απαραίτητα. Και καταλήγεις πρόθυμος να ανακαλύψεις την απαραίτητη πλευρά σε ό,τι ποτέ δεν φαντάστηκες ότι έχει τέτοια.

Οι καλοκαιρινές βαλίτσες έχουν ένα ελαφρύ προβάδισμα έναντι των χειμερινών αντιστοίχων τους: τα ελαφρά ρούχα. Ό,τι γλυτώνεις σε μανίκι το κερδίζεις σε χώρο. Που βεβαίως αυτός ο χώρος δε θα μείνει αναξιοποίητος. Γιατί με το που βλέπεις βαλίτσα σε πιάνει αμέσως ο τρόμος του κενού. Είσαι πρόθυμος να στριμώξεις μέχρι και ξεσκονόπανα προκειμένου να μη μείνει ούτε ένα κυβικό εκατοστό ακάλυπτο.

Κι ας σκέφτεσαι αυτή τη φορά θα πάρω λίγα. Με τέτοιους σκοπούς ανοίγεις την ντουλάπα. Απόδειξη ότι κάθεσαι και κάνεις λογαριασμούς από πριν. Ένα ρούχο για κάθε μέρα. Άντε και κάνα δυο ακόμα. Εκεί στα κάνα δυο ακόμα ξεφεύγεις. Όπως με τα ποτά. Και λες θα μαυρίσω, μπορεί να θέλω να φορέσω κάτι σε καναρινί να τ’ αναδείξω. Και στοιβάζεις εκείνο το καναρινί που έχει αντισταθεί στα μαυρίσματα των τελευταίων τριών χρόνων.

Θέλεις και να καλύψεις όλες τις πιθανές καιρικές συνθήκες. Λίγη ψύχρα, μια ξαφνική μπόρα, μέχρι και ακραία καιρικά φαινόμενα μπορούν να προκύψουν ίσα για να καταστρέψουν τις διακοπές σου. Αλλά ευτυχώς εσύ θα έχεις προετοιμαστεί για παν ενδεχόμενο και δη με κάμποσες στιλιστικές εναλλακτικές. Μπορεί στις συνηθέστερες βροχερές περιπτώσεις -το καταχείμωνο, που δείχνει κι εγκαίρως το μαύρο το σύννεφο- να ξεχνάς μονίμως την έρμη την ομπρέλα, τα απρόοπτα όμως των καλοκαιρινών διακοπών πρέπει να έχουν προβλεφθεί το δίχως άλλο.

Με την ίδια λογική κουβαλάς κι ένα ολάκερο φαρμακείο. Να μην έχεις μαζί σου άφθονο μπεταντίν σε όλες τις διαθέσιμες μορφές του; Και χάπια για τον πονοκέφαλο, τη βαρυστομαχιά, τη ναυτία. Σαφώς θα προμηθευτείς κι όλα τα χρειαζούμενα για την πιθανότητα να σε δαγκώσει φίδι, ακόμα κι αν παραλείψεις εκείνο το φιδωτό λιβάνι που θα σε σώσει από τα κουνούπια. Γιατί αφού στις διακοπές θες να καταργούνται οι νόμοι της καθημερινότητας, σα να σου διαφεύγει κι ο νόμος των πιθανοτήτων.

Ένα μεγάλο μέρος της βαλίτσας καταλαμβάνεται από καλλυντικά. Eίναι απαραίτητα αυτά, αλλιώς δε θα λέγαμε νεσεσέρ αυτό που τα περιέχει. Αμέτρητα προϊόντα περιποίησης Χαλάρωση και αναζωογόνηση θεωρούνται οι διακοπές κι όταν ακούς τέτοια υπνωτίζεσαι και σου ‘ρχονται κάτι διαφημιστικοί συνειρμοί και βάζεις μια μάσκα με αβοκάντο στις αποσκευές σου.

Κι ύστερα λες μη μου λείψουν οι ανέσεις οι ηλεκτρικές. Το σεσουάρ και το μηχανάκι του φραπέ είναι εκ των ων ουκ άνευ, αλλά αν είχε μείνει χώρος θα στρίμωχνες και τον αποχυμωτή, ίσως και το φούρνο μικροκυμάτων.

Κι όταν με δυσκολία καταφέρνεις να κλείσεις τη βαλίτσα σου σκέφτεσαι ότι την επόμενη φορά θα πάρεις μόνο τ’ απαραίτητα. Κι αφού την κουβαλήσεις και μετά την ξανανοίξεις θα πεις την επόμενη φορά να μην ξεχάσεις την οδοντόβουρτσά σου.