Δευτέρα 28 Δεκεμβρίου 2009

Πρωτοχρονιές


Δυο γιορτές δίπλα δίπλα. Παρεάκι. Πριν ακόμα χωνέψεις την τεράστια ποσότητα χριστουγεννιάτικης ζάχαρης και θαλπωρής καλείσαι να αναμετρηθείς με τη συμβατική αντικατάσταση μιας χρονολογίας, που όμως συνοδεύεται από μια φιέστα απολογισμού και αποφάσεων.

Και βέβαια ευχές. Χρόνια πολλά, που είναι και μπαλαντέρ.

Και το λουτρό του σιροπιού καλά κρατεί. Μέχρι εξαντλήσεως των αποθεμάτων. Και όλων των θεμάτων που άφησε ανοιχτά η απερχόμενη χρονιά. Αυτή που τώρα διώχνουμε κλοτσηδόν. Γιατί δε συνάντησα ποτέ άνθρωπο να δηλώνει ικανοποιημένος από δαύτη. Και εννοώ κάθε φορά. Σα να την έχουμε άχτι πάντα την παλιά. Όλο γκρινιάζει και μας χαλάει τη γιορτή. Αφού την έχει πιάσει νύστα γιατί δε φεύγει μια ώρα αρχύτερα;

Η νέα χρονιά όμως; Φρέσκια, όμορφη και χωρίς ρετούς. Τιμώμενο πρόσωπο του ρεβεγιόν. Δεν την έχεις δει ακόμα άβαφη.

Βάζουμε τα καλά μας, την υποδεχόμαστε. Της προσφέρουμε δώρα, γλυκά, μια χαζή πίτα που σε κανένα δεν αρέσει αλλά θρυμματίζουμε το κομμάτι που μας αναλογεί μπας και βρούμε ένα βρόμικο νόμισμα τυλιγμένο σε αλουμινόχαρτο και όποιος είναι ο «τυχερός» αναφωνεί «να το, να το». Συγχαρητήρια, θα έχεις μια υπέροχη χρονιά, και του χρόνου (τουκαινούργιου, που θα χει παλιώσει όμως) πάλι εδώ θα είμαστε και θα την ξεπροβοδίζουμε με καταφρόνια. Σαν τις σχέσεις στην παρακμή τους. Ιδανικές στην υποδοχή, σκάρτες στην έξοδο.

«Τα καλύτερα και τα χειρότερα της χρονιάς που φεύγει». Αν μεταφέρω αυτή την κλισεδιάρικη λεζάντα αφιερώματος στη δική μου ζωή, αν πω να κάνω τούτο τον «απολογισμό» στην ολοδική μου περίπτωση, θα σκοντάψω σε ημερολογιακές βόμβες. Σα να αδυνατεί ο εγκέφαλος να υποταχτεί στη χρονοδιαίρεση.

Κι έτσι όλα τα παράπονα κουβαριάζονται και η δόλια η χρονιά πληρώνει τα σπασμένα όλων των προηγούμενων. Κι όχι αδίκως. Μια τεράστια ουρά είναι τα στραβά μας και τη σέρνουμε. Σιγά μην καθόμαστε να παρατηρούμε ένα μικρό νουμεράκι που αλλάζει πού και πού στο κάτω μέρος της οθόνης.

Και καθώς μας αρέσει να τα παίρνουμε όλα προσωπικά, έτσι και στην πρωτοχρονιά φοράμε ότι αποφάσεις και αλλαγές δεν τολμήσαμε ποτέ. Και ούτε πρόκειται. Γιατί κάθε απόφαση που ψάχνει αφορμή για να ισχύσει είναι σκέτη κουβέντα να γίνεται, ποτέ δεν την αγαπήσαμε κι ούτε τη θέλαμε στ’ αλήθεια.

Για δυο μήνες θα λέμε «καλή χρονιά» και θα κόβουμε πίτες. Και σιγά σιγά θα ξεστολίζουμε το σπίτι και τη διάθεσή μας. Θα πετάξουμε και τα λαμπιόνια, κάηκαν άλλωστε τα μισά... Ψευτοπράματα. Θα ξετρυπώσουμε και το τελευταίο στρασάκι από το χαλί, σκέτος μπελάς. Και θα περιμένουμε την επόμενη ευκαιρία να γιορτάσουμε τον καιρό που περνάει.

Χρόνια πολλά. Και τα ρέστα μου.

Παρασκευή 18 Δεκεμβρίου 2009

Ευχές και δώρα


Καθώς πλησιάζουν τα Χριστούγεννα, όσο και να θες να κάνεις σαν να μην τρέχει τίποτα, είναι αυτά τα φτηνιάρικα λαμπιόνια που ξεφυτρώνουν από παντού και δεν σ αφήνουν να (μην) αγιάσεις. Βλέπεις κάτι μπαλκόνια που θαρρείς ότι θα λυγίσουν υπό το βάρος των μυριάδων πολύχρωμων φωτακίων- καλού κακού πέρνα απέναντι.

Κοίτα και τις βιτρίνες με τα ρούχα για το ρεβεγιόν. Ναι, κι εγώ αναρωτιέμαι πότε δημοπρατήθηκε η γκαρνταρόμπα του Φλωρινιώτη.

Αλλά όχι, δεν θα γκρινιάξω μέρες που είναι, μη μου ρθουν τα φαντάσματα των πρώην (Χριστουγέννων) κι είδα κι έπαθα να τους βρω στολή ευτυχισμένων αναμνήσεων σε μίντιουμ.

Υπάρχει μια ατμόσφαιρα σε αυτή τη γιορτή, δεν θα το αρνηθώ. Ζεστή και μελωμένη. Ακόμα και σε μας που τα θεία τα επικαλούμαστε μόνο για να δηλώσουμε έκπληξη («ο Χριστός και η Παναγία»), αφθονία («της Παναγιάς τα μάτια») ή αγανάκτηση («μα για τ όνομα του θεού»). Κάτι μας πιάνει κι ας μην έχουμε ισχυρό κίνητρο, ίσως να ψάχνουμε αφορμή για ευχές και δώρα.

Ξάφνου η επικοινωνία με μισοσυμπαθητικούς συγγενείς και γνωστούς της κατηγορίας «καταναγκαστική συναναστροφή» δεν είναι τόσο αφόρητη ως συνήθως. Τουςρωτώ κι αν θα πάνε πουθενά διακοπές. Καθόλου δεν με νοιάζει αλλά παραδόξως αυτό δε φαίνεται. Ακούω τον εαυτό μου να διατυπώνει την ερώτηση και απορώ κι εγώ μήπως τελικά κατά βάθος χαίρομαι με τη χαρά κάποιου που δεν μου δίνει χαρά η παρέα του. Το αίσθημα κόπωσης που ακολουθεί από την αλόγιστη σπατάλη θετικής ενέργειας με επαναφέρει στην οικεία διάθεση και μου υπενθυμίζει ότι όχι, δεν μου καίγεται καρφί.

Αλλά κάτι συμβαίνει με αυτό το «πνεύμα των Χριστουγέννων», δε μου το βγάζεις απ το μυαλό. Λες να κάνουν δουλειά τα λαμπιόνια και τα μπιχλιμπίδια; Όχι τίποτα τρομερό, ίσα να θαμπώνουν λίγο τη μουρτζουφλιά. Παίζει και το άλλοθι της γιορτής: διευκολύνει τις βουτιές στην άφθονη ζάχαρη, που λιγώνει κάπως τις λύπες.

Αχ είναι και τα δώρα, πώς τα αγαπώ! Άχρηστα δώρα υπέροχα. Δώρο ψυχής, κάτι από εκείνα που έχουν φτιάξει αυτό που είσαι, και το χαρίζεις σε κάποιον, και μαζί δίνεις κι ένα κομμάτι σου, γιατί ξέρεις ότι τον νοιάζει αυτό το λίγο παράξενο που έγινες. Ή κι από τ’ άλλα δώρα, που δεν έχουν λόγο ύπαρξης, αλλά είναι ένα κλείσιμο ματιού, μια χαριτωμενιά απλώς ή ακόμα μια λεπτομέρεια που θα σε πάει πίσω σ έναν έρωτα που κάποτε κλαίγαμε και τώρα έχει πλάκα.

Και μην ακούς που λένε αυτή τη χαζομάρα ότι μετράει η κίνηση. Η συγκίνηση μετράει και η χαρά. Όλα τα υπόλοιπα αλλάζονται.

Και αλλάζουν.

Παρασκευή 11 Δεκεμβρίου 2009

Τα καλά παιδιά


Δεν ξέρω αν είναι η ιδέα μου, αλλά έχω παρατηρήσει ότι σε τακτά διαστήματα σκάει μια επιδημία που εξαπλώνεται ραγδαία. Παντού. Εντάξει, να παραδεχτώ ότι έχω μια καθημερινότητα που σέρνεται. Ποιος όμως σου είπε ότι θέλω και κουδουνάκια στην ουρά της;

Τον τελευταίο καιρό όποια πέτρα κι αν σηκώσεις ξεπετιέται ένα κακάσχημο πράσινο αρκούδι. Ακόμα κι αν δεν ακουμπήσεις την πέτρα, αυτό το σιχαμένο πράμα είναι αεικίνητο και κάνει μόνο του κουμάντο. Βγάζει έναν ήχο σαν τρίξιμο άκοπης κιμωλίας στον πίνακα, ίσως εκεί να οφείλεται και η συχνή μετάλλαξή του σε παιδική τσιρίδα.

Και όπως πολύ συχνά συμβαίνει, η εν λόγω εγκεφαλική τσιχλόφουσκα διαδόθηκε μέσα από ένα διαφημιστικό σποτ. Ο δαιμόνιος εμπνευστής του-συνεργάτης των αλλαντοπωλών φρόντισε να χρησιμοποιήσει μια αρχετυπική έκφραση, ένα θεμέλιο λίθο της παιδαγωγικής, αλλά και της κοινωνικής κριτικής: το «καλό παιδί». Πρότυπο, ζητούμενο και άλλοθι.

Ας ξεκινήσουμε από την περίπτωση όπου η λέξη «παιδί» αντιστοιχεί στην παιδική ηλικία. Εδώ λοιπόν το «καλό παιδί» είναι όπλο γονέων, δασκάλων και λοιπών ενηλίκων. Απαραίτητη προϋπόθεση για την εκπλήρωση κάθε επιθυμίας που περιλαμβάνει ζάχαρη ή παιχνίδια. Υπακοή, επιμέλεια, προσοχή. Και ησυχία.Μια μεγάλη παρέα από προστακτικές που θα σου εξασφαλίσουν μια έκπληξη από το σάκο του Άη Βασίλη, αλλά και ένα ολόκληρο σακούλι-έκπληξη με νευρώσεις για την ενήλικη ζωή σου.

Και μιας και μιλάμε για νευρώσεις κληρονομημένες, ας πάμε και στο «καλό παιδί»-σύντροφο-σύζυγο-και-δε-συμμαζεύεται, λαχτάρα και καημό του κάθε γονιού για την κόρη του.

Τι εννοεί όμως όταν λέει «καλό παιδί» ο πανικόβλητος κηδεμόνας;

Η συχνή επεξήγηση «να μην είναι αλήτης» δεν κάλυψε ποτέ κανένα ας μη γελιόμαστε. Η διευκρίνιση «να την αγαπάει» κρίνεται παραπλανητική. Σε ποιον αρκούν οι αγάπες όταν δεν είναι οι δικές του;

Εξίσου ασαφή θεωρώ και τη unisex ενήλικη εκδοχή του «καλού παιδιού», που τη βρίσκω όμως πιο γουστόζικη. Τη συναντάμε κάθε φορά που κάποιοι σχολιάζουν κάποιον, ο οποίος δεν είναι παρών (όταν δεν συμβαίνει στην τηλεόραση κανείς δεν πετάγεται να επισημάνει ότι «δεν είναι σωστό»). Κατά τη διάρκεια λοιπόν αυτής της τόσο παρεξηγημένης τελετουργίας, παρατίθενται με ανατριχιαστική (α)συνέπεια όλα τα στοιχεία που αποδεικνύουν ότι το εν λόγω άτομο συγκεντρώνει ορισμένα κατά κοινή ομολογία αρνητικά χαρακτηριστικά. Αφού γίνει η περιγραφή της κατακριτέας συμπεριφοράς ακολουθούν όλα τα απαραίτητα συμπεράσματα. Το άτομο που δεν γνωρίζει τον άνθρωπο-θέμα (ο απαραίτητος κομπάρσος) σχηματίζει εντέλει την εντύπωση ότι ο περί ου ο λόγος διατηρεί δικαίως την περιφρόνηση και την απαξίωση της ομήγυρης. Μέχρι που ακούγεται η φράση: «Πάντως είναι καλό παιδί».

Και όλοι συμφωνούν. Είναι το μαγικό ραβδί που δίνει καλοπροαίρετη απόχρωση στην κίτρινη φιέστα που προηγήθηκε.

Έλα όμως που κάθε φορά που μου τυχαίνει ο ρόλος του κομπάρσου σε μια τέτοια παρέα έχω το φόβο ότι θα είμαι το «καλό παιδί» στην επόμενη συνάντησή τους.

Λες να φταίει το σακούλι με τις φοβίες που κουβαλάω από το σχολείο;

Σάββατο 5 Δεκεμβρίου 2009

Στούς αγρούς, στους αγρούς


Είσαι μόνος; Ψάχνεις; Αν είσαι και αγρότης μπορεί αυτή η χρονιά να είναι η τυχερή σου. Μιλάμε βέβαια για την τηλεοπτική χρονιά, που δείχνει ιδιαίτερη αδυναμία στα αρκαδικά τοπία, κυρίως όταν συνδυάζονται με αγνά αγόρια της υπαίθρου προσηλωμένα στη φύση. Και όπου φύση βλέπε ειλικρίνεια, αφοσίωση, αγάπη και φροντίδα.

Καημένη κοπέλα της πόλης. Ξέρω τι σκέφτεσαι όταν γυρνάς απ’ τα μπαρ και τα ξενύχτια. Βλέπω την απογοήτευση στα κουρασμένα σου μάτια, μετά από μία ακόμα συφοριασμένη προσπάθεια να συναντήσεις τον πρίγκιπα για να τον κάνεις οικογενειάρχη. Σε νιώθω. Διαβάζω τη σκέψη σου: οι άντρες είναι γουρούνια. Καλά το πας. Κράτα στο μυαλό σου τα γουρούνια. Αλλά τα άλλα, τ αληθινά. Που είναι ροζ, σαν τα όνειρά σου.

Μέχρι πρότινος έψαχνες κάποιον με λεφτά να φαν κι οι κότες. Τώρα τι να τα κάνεις; Αφού σου προσφέρεται ολόκληρο κοτέτσι. Άκου τη λαμπερή παρουσιάστρια-προξενήτρα των αγρών. Εκείνη ξέρει. Έχει χορτάσει την ψευτιά του φανταχτερού κόσμου της τηλεόρασης. Μόνο που πρόλαβε να παντρευτεί τραγουδιστή. Είναι η γλυκιά φίλη που θα ήθελες να έχεις. Λέει ότι «ξεκίνησε ένα ταξίδι σε ολόκληρητην Ελλάδα για να συναντήσει ευαίσθητους, γοητευτικούς, ειλικρινείς άντρες που ζουν και εργάζονται στην ύπαιθρο». Το ‘κανε για σένα καλή μου.

Και τι όμορφα που η κοινωνική προσφορά συναντά το ντοκιμαντέρ. Θάλασσες, βουνά, λιβάδια και ζωντανά να μουγκανίζουν στις στάνες και στα κατσάβραχα. Πλάνα που πλημμυρίζουν ηρεμία και κοπριά. Εκεί που ο χωματόδρομος καταργεί τη γόβα και η φύση νικάει την προσποίηση.

Μην γκρινιάζεις. Εντάξει, είδες κι έπαθες να μάθεις ποιοι είναι οι «μετροσέξουαλ» και να συνηθίσεις να σ’ αρέσουν. Να τα ξεχάσεις όλα. Ούτως ή άλλως προκοπή δεν θα βλεπες από δαύτους. Τώρα προσανατολίσου στον «ρετροσέξουαλ». Ώρα να λατρέψεις την αδιάκριτη γοητεία του.

Και πρόσεχε μη σου ξεφύγει κάνα τσαλίμι απ’ αυτά τα πρόστυχα της πόλης. Εδώ είναι αλλιώς. Θα είσαι σεμνή και μαζεμένη. Και γλυκιά σαν την παρουσιάστρια. Έτσι μπράβο, να χαμογελάς. Όχι με νόημα ντε, χωρίς. Κι οι αμαρτίες του παρελθόντος να μείνουν μεταξύ μας. Και μη δίνεις δικαιώματα να λένε.

Εσύ κοπελιά που βγάζεις γλώσσα και μου λες για το χωριό σου. Μα δεν έχεις καταλάβει; Η τηλεοπτική ύπαιθρος ουδεμία σχέση έχει με την πραγματικότητα. Σα να βαφτίζω θάλασσα τη γυάλα του ψαριού μου.

Ασκήσεις αυτοπεποίθησης


Βλέπω συχνά εφιάλτες.

Να ναι επειδή ποτέ δεν κατάφερα να κόψω το βραδινό φαγητό, πάγια συμβουλή των απανταχού διαιτολόγων; Να ναι οι σειρές του Κοκκινόπουλου που επιμένουν να βάφουν με αίμα το νυσταγμένο μου εγκέφαλο;

Χθες βράδυ είδα κάτι πολύ τρομακτικό. Ήταν η κυρία Τατιάνα (η Στεφανίδου ντε), άβαφη και αχτένιστη, και με κυνηγούσε με μια ένεση αυτοπεποίθησης στο χέρι. Και μετά ξύπνησα και είχα πολλές ενοχές γιατί η κυρία Τατιάνα είναι πολύ καλή κυρία και μας αγαπάει. Κι αν φορούσε και μια βάση μέικ-απ, τι λυσσάτε γλωσσούδες μεσημεριανούδες; Σημασία είχε το μήνυμα που πέρασε, το μάθημα ζωής, το σεμινάριο ψυχολογίας, και μάλιστα τσάμπα.

Πόσο μου έλειψαν εκείνες οι εκπομπές-συνεδρίες, τα σοφά λόγια ψυχολόγων, ψυχοθεραπευτών, παιδοψυχολόγων και οικογενειακών συμβούλων, που έκαναν τις καλογυρισμένες βλεφαρίδες της Δρούζα και της Θρασκιά να τρεμοπαίζουν με προσήλωση.

Πώς αλλάζουν οι καιροί και οι ανάγκες των ανθρώπων μέσα σε μια τηλεοπτική σεζόν. Πέρσι μας αντιπροσώπευαν αυτοί που τηλεφωνούσαν στα πάνελ και μιλούσαν για τα πολύπλοκα οικογενειακά, ερωτικά και λοιπά προβλήματά τους. Και ζητούσαν λύση. Ή μάλλον μόστραραντην ανεκδιήγητη συμπεριφορά τους, τις πιο απάνθρωπες σκέψεις που θα ‘καναν και τον πιο αναίσθητο άνθρωπο να ντρέπεται να τις παραδεχτεί ακόμα και στον εαυτό του. Και ζητούσαν και τα ρέστα. Κατέθεταν υπερήφανα το θράσος τους απαιτώντας δικαίωση και ενθάρρυνση από τους παρουσιαστές, τους «επιστημονικούς συνεργάτες» και μερικούς τραγουδιστές που διαφημίζονταν κουνώντας απαξιωτικά το κεφάλι τους.

Και ξάφνου, μέσα σε λίγους μήνες πάψαμε να είμαστε τέρατα εγωισμού που χρειαζόμαστε έναν ειδικό για να φρενάρει τα ζωώδη μας ένστικτα και να μας πείσει ότι πρέπει να σκεφτόμαστε και τους άλλους. Τώρα πρέπει κάποιος να μας πείσει να σκεφτούμε επιτέλους τον εαυτό μας, να αποτινάξουμε τις ανασφάλειες που μας μπλοκάρουν. Πέρσι ήμαστε Χάνιμπαλ Λέκτερ, φέτος ταπεινά χαμομηλάκια, Ματίνες Μανταρινάκη. Εκείνος ο καημενούλης Μήτσος που έκανε ασκήσεις θάρρους, πριν ακόμα ο Λαζόπουλος εξελιχθεί σε καθοδηγητή του αλαλάζοντος πλήθους.

«Ψηλά το κεφάλι» τσιρίζει η παρουσιάστρια στην έντρομη κοπέλα. «Πάμε να περπατήσουμε μαζί. Όχι έτσι… Με αέρα. Μην καμπουριάζεις» Και μόνο το ύφος της θα με έκανε σκουπίδι. Αλλά είναι που δεν έχω αυτοπεποίθηση.

Και τι είναι η αυτοπεποίθηση; Μην έχει να κάνει με τις πιο βαθιές σου σκέψεις, με τους ανθρώπους που έχεις δίπλα σου, με τους φόβους σου, με τις μέρες σου, τις νύχτες σου και με το πώς έμαθες να ερωτεύεσαι; Όχι βέβαια καλέ μου τηλεθεατή. Η αυτοπεποίθηση έχει το λαμπερό πρόσωπο της παρουσιάστριας που δε διστάζει να σου δείξει τα υπέροχα μάτια της χωρίς μάσκαρα. Είπαμε, μην απορείς που δεν έχει ίχνος μαύρου κύκλου, τώρα γίνεσαι κακός και φτηνός, κι όλα αυτά επειδή είσαι ανασφαλής. Αλλά μέχρι το τέλος της σεζόν θα σου διορθώσουν τα πάντα. Καινούργιος άνθρωπος πια, πιστεύοντας στον εαυτό σου θα λυγίζεις και κουτάλια.

Θεραπεία με αγάπη


«Μα είχες ήδη ένα ολόιδιο!» Ήταν το πιο ανόητο σχόλιο που μπορούσες να κάνεις στη φίλη σου που μόλις επέστρεψε από τα μαγαζιά και σου αποκάλυψε περιχαρής το περιεχόμενο μιας από τις τσάντες που κουβαλούσε. Ναι έχει ένα παρόμοιο ζευγάρι παπούτσια. Όχι ολόιδιο. Εντάξει μοιάζει αρκετά. Ίσως να μην το έχει φορέσει και ποτέ. Όμως είσαι πολύ μακριά από την ουσία του θέματος.

Το καινούργιο ζευγάρι είναι το υποκατάστατο. Και δεν εννοώ του παλιού. Κοίτα τις σακούλες. Όχι στα χέρια της. Στα μάτια της. Υποφέρει. Κάθε πακέτο αντιστοιχεί σ’ ένα χιλιοστό αληθινού χαμόγελου.

Θα μου πεις βέβαια, τόσος λόγος έχει γίνει για το shopping therapy και την κατάθλιψη που κρύβεται πίσω από αυτό, που αντί για τις μικρές καραμέλες δίπλα στις ταμιακές μηχανές θα ‘πρεπε να βάζουν καλαθάκια με πρόζακ. Και μόλις θα έχεις ξεστομίσει μια καλή ιδέα.

«Αγάπησε τον εαυτό σου». Να μια ατάκα που φοριέται σε κάθε περίπτωση που φαίνεται να μην είναι ιδανική (δηλαδή σε κάθε περίπτωση σκέτο). Μια συμβουλή που κολλάει παντού: σ’ έναν ήπιο εκνευρισμό, σ’ έναν αναστεναγμό, αλλά και στα πρόθυρα της ψυχικής κατάρρευσης.

Από κάπου θα ξεφυτρώνει ο αυτόκλητος ψυχολόγος με την κλισεδιάρικη συνταγή. «Αγάπησε τον εαυτό σου». Και πλήθος ακόμα παροτρύνσεων που καταλήγουν στον «εαυτό σου», να τον φροντίσεις, να τον εκτιμήσεις, να πιστέψεις σ’ αυτόν, να του δώσεις ευκαιρίες, χαρές, συγγνώμες.

Και θα ρωτήσεις τώρα: τι σχέση έχει ο εαυτός-κατοικίδιο με την εξόρμηση σε οτιδήποτε έχει βιτρίνα και καρτελάκια με αριθμούς (η ορμή μεγεθύνεται εντυπωσιακά όταν στα καρτελάκια υπάρχει και δεύτερος αριθμός, σβησμένος).

Λυπάμαι για την ερώτηση, νόμιζα ότι υπήρχε μια επικοινωνία μεταξύ μας.

Μα είναι προφανές: Ακόμα κι αν δεν έχεις καμία όρεξη για πάρτι, ο εαυτός σου, αυτό το χαϊδεμένο ζωύφιο, θέλει να πας να του αγοράσεις καπελάκι-χωνάκι. Θα τον κάνεις να νιώσει καλά θες δε θες. Δεν μπορείς να σκεφτείς τον τρόπο; Μα είναι απλό. Στην είσοδο θα βρεις έναν κατάλογο με αυτά που κάνουν ευτυχισμένο έναν άντρα και τ’ άλλα που κάνουν ευτυχισμένη μια γυναίκα (για τα παιδιά υπάρχουν οι παιδικές χαρές- το λέει κι η λέξη). Ξέρω, έχεις και πιο προσωπικές ανάγκες, αλλά επειδή είσαι αρκετά μπερδεμένος, βολέψου προς το παρόν με την έτοιμη λίστα.

Λοιπόν, μισό να σε βοηθήσω. Αν είσαι γυναίκα είναι πιο εύκολο. Ρούχα, παπούτσια, καλλυντικά, κοσμήματα, αξεσουάρ. Ψάξε λοιπόν στα περιεχόμενα όπου λέει «θεά».
Οι άντρες επικεντρωθείτε στην κατηγορία «δύναμη». Το νου σας, η μισή ευτυχία είναι το αυτοκίνητο (οποιοδήποτε πρόσθετο μεταφορικό μέσο δίνει χαρούμενους πόντους). Από κει και πέρα συμπληρώνετε με οποιοδήποτε ηλεκτρονικό μαραφέτι επιτάσσουν οι καιροί.

Ακολουθώντας λοιπόν το δικό μας κατάλογο εξασφαλίζεις το βλέμμα που θες από τους άλλους λαμπερούς εαυτούς (που επίσης αγαπιούνται από τον ιδιοκτήτη τους). Και μέσα σε αυτά τα βλέμματα των άλλων, τα θαμπωμένα, θα βρεις κάτι όλο στρασάκια -έστω ότι είναι η ευτυχία σου- κι έτσι θα θεραπευτείς (τουλάχιστον για όλη τη σεζόν και σίγουρα μέχρι να βγουν τα νέα μοντέλα).

Αδικημένες μεγαλοφυΐες


Με τις αδικημένες μεγαλοφυΐες είχα πάντα ένα θέμα. Είναι ό,τι πιο εκνευριστικό και συνάμα αξιολύπητο κυκλοφορεί. Βγαίνει σε διάφορες ηλικίες (από 30 έως 40 ετών οι ευπαθείς ομάδες), μεταδίδεται με την απλή κοινωνική συναναστροφή και προσβάλλει τη νοημοσύνη. Των άλλων.

Απραγματοποίητα όνειρα, ματαιωμένες ελπίδες, καταπιεσμένες επιθυμίες. Όλοι έχουμε απ αυτά και πολύ μας αρέσει να τα μασουλάμε γκρινιάζοντας. Μόνο που κάποιοι, αντί να επιδίδονται στην παραπάνω χαριτωμένη διαδικασία, πλασάρουν τα παραπάνω υλικά αλλιώς, με πιο «ευφάνταστο» τρόπο. Σα να έχουν φτιάξει έναν εαυτό από πλαστελίνη, ή μάλλον από μεγάλες προσδοκίες και «χαμένες» ευκαιρίες.

Τώρα πώς είναι δυνατόν να ονομάζονται χαμένες οι ευκαιρίες που δεν παρουσιάστηκαν ποτέ, και ίσως δεν υπήρχε και λόγος να παρουσιαστούν, είναι μεγάλη ιστορία.

Η αδικημένη μεγαλοφυΐα ξεχωρίζει καταρχάς από το βλέμμα. Το σπινθηροβόλο. Και σε βλέμμα αγελάδας να φέρνει λίγο, τους σπινθήρες του τους πετάει. Και σε μετράει από την κορφή ως τα νύχια. Απ έξω-απ έξω όμως μόνο. Ίσα για μια γνωριμία με το ακροατήριο.

Έχει άποψη για όλα. Άποψη πάγια και σταθερή. Σταθερή ακόμα κι όταν αλλάζει το θέμα της συζήτησης. Αναλύει με ζήλο οποιοδήποτε τομέα τουεπιστητού υποδηλώνοντας με κάθε τρόπο την πικρή αλήθεια: Eίναι φτιαγμένος για μεγάλα πράματα αλλά... αλλά. Ολάκερος ογκόλιθος αξιοσύνης, ταλέντου, μεγαλείου χαραμίζεται σε «υποδεέστερες» ασχολίες όταν θα μπορούσε να προσφέρει έργο υψηλών προδιαγραφών. Πού; Οπουδήποτε.

Με αξιοπρέπεια αποδέχεται τον παραγκωνισμό του. Από ποιον; Από τους σκοτεινούς κύκλους. Από τη συνωμοσία των μετρίων που κινούν τα νήματα τα μεταξωτά. Που έτσι ύπουλα τον έχουν απορρίψει, χωρίς καν να γνωρίζουν την ύπαρξή του.
Γιατί όλα κι όλα. Για να πας μπροστά πρέπει να κάνεις εκπτώσεις. Και οι μεγαλοφυΐες είναι είδη πολυτελείας. Κανείς δεν τα έxει καταφέρει «με την αξία του» γιατί κανείς απ αυτούς που έχεις για άξιους δεν έχει αξία. Όλοι «πουλημένοι», «άσχετοι», μουντζουρωμένοι με ποταπές υποχωρήσεις. Άσε που ο δικός μας «άξιος» δεν έχει «άκρες». Από πού να τον πιάσεις λοιπόν;

Κι αφού λοιπόν δεν καταδέχεται να πέσει χαμηλά, αφού αρνείται επίμονα (κι ας μην του το ζητούν) να μπει στο βρόμικο τριπάκι των δημοσίων σχέσεων, κι ας ξέρει ότι τότε θα του άνοιγαν αμέσως οι πύλες της δόξας, το μόνο που ζητάει η σεμνή μεγαλοφυΐα είναι η αναγνώρισή του από εσένα ασήμαντε ακροατή του. Υποκλίσου, παραδέξου το λαμπερό του πνεύμα, πες του δυο τρεις φορές πόσο δίκιο έχει. Όχι με δικά σου λόγια όμως. Με τα δικά του. Γιατί αλλιώς παίζει να μην το καταλάβει.

Αφηρημένα


Όσο συμπαθώ τους αφηρημένους ανθρώπους τόσο μ εκνευρίζουν οι αφηρημένες έννοιες. Σα να ρχονται ακάλεστες στις κουβέντες μας, με το ύφος τους το μπλαζέ, το ξινό χαμόγελο, κρύβοντας κάτω από την ακαδημιακή κελεμπία τους μια κορδέλα καλλιστείων.

Δεν τις θέλω, στο χω πει, να κάνουμε ότι λείπουμε. Είναι μάλιστα μερικές που έχουν πάρει και τίτλο, και μετά τη στέψη έγιναν μαϊντανοί στις συζητήσεις και στις συνειδήσεις μας.

Λέω να σου αναφέρω μερικές απ’ αυτές, τις υπερτιμημένες, ρισκάροντας να χάσω τη δική σου εκτίμηση, αν σου ήρθε ποτέ τέτοιο πράμα.

Θα ξεκινήσω με την ειλικρίνεια, που την έχω πολύ άχτι. Ύπουλη είναι αυτή και κακιά, κι ας φοράει κάτι σαν φωτοστέφανο (στέκα είναι, μη σε κομπλάρει). Ξέρει όμως να πλασάρεται δε λέω, γι αυτό και είναι πρώτο όνομα στο μαγαζί. «Α εγώ είμαι ειλικρινής, ό,τι σκέφτομαι θα το πω». Κάτσε μια στιγμή βρε άνθρωπε. Σου ζήτησα να μάθω τι έχεις στο κεφάλι σου; Ρώτησα τη γνώμη σου, ικέτευσα την κριτική σου; Από πότε έχω να επιλέξω την ειλικρίνεια ή το ψέμα; Εκείνο το ανάμεσα, η σιωπή, γιατί δεν έχει πέραση;

Ναι κάποιων οι αλήθειες με αφορούν, τις θέλω. Αλλά εκείνοι ξέρουν το σύνθημα, και ούτε σφραγίδες ειλικρίνειας χρειάζονται ούτε σημαίες ευθύτητας και ντομπροσύνης. Και ξέρουν το πότε και το πώς. Εσύ δεν υπάρχει λόγος να τοποθετηθείς. Πάρε τις σημειώσεις σου και πήγαινε σε άλλο πάνελ.

Μεγάλη επιτυχία έχει επίσης και η ηρεμία (οι φίλοι της τη φωνάζουν ησυχία). Αυτή δεν τη λες ανακατώστρα.

Ίσα ίσα. Κάθεται στ’ αυγά της μέχρι να τα λιώσει. Δεν πίνει, δεν καπνίζει, δεν βρίζει, δεν τσιρίζει. Μην μπερδεύεσαι, ζωντανή είναι. Δεν θα βρεις καλύτερη γειτόνισσα. Αρκεί να μην κάνεις φασαρία. Και να μην χρειαστείς ποτέ ζάχαρη ή βοήθεια. Πάντως δηλώνει φιλόζωη.

Συχνά της κάνει παρέα η σιγουριά. Ε δεν κάνουν και πάρτι αλλά καλά περνάνε, ήσυχα. Τις βαριέμαι όμως λίγο. Πιο πολύ συμπαθούσα την αμφιβολία. Γούστο είχε. Πριν την ψυχοθεραπεία. Ήταν ψυχαναγκαστική και λίγο τρελούλα.

Μεγάλη επιτυχία στους αφηρημένους κύκλους έχει η ευαισθησία. Την έχουν όλοι. Κι αν δεν την έχουν πάλι την έχουν. Αλλά κατά βάθος. Όχι πολύ βάθος. Λίγο να ξύσεις την επιφάνεια και ξεπροβάλλει ένας ολάκερος ευάλωτος κόσμος, έτοιμος να σου χαριστεί. Ό,τι διαφορετικό βλέπεις είναι άμυνα. Κι επίθεση να βλέπεις, άμυνα είναι.

Παραλίγο να το ξεχάσω. Υπάρχει και η ευτυχία. Ή μάλλον δεν υπάρχει. Ή τέλος πάντων ο καθένας λέει ό,τι του κατέβει κι έχει καταντήσει αηδία.

Περί υπερτιμημένων εννοιών και αξιών ήταν ο λόγος και φαντάζομαι παρατήρησες ότι τα ιερά σου και τα όσια τα έκανα γαργάρα. Είναι που θέλω να προστατεύσω την ευαίσθητη ψυχή σου μη μου αρχίσεις τις «άμυνες»; Ή μήπως είναι που θέλω την ησυχία μου;

O Διάδοχος


Διαφωνώ με όλους αυτούς που θεωρούν την τηλεόραση ως μέσο φτηνής ψυχαγωγίας. Εμένα με προβληματίζει, ενίοτε βασανιστικά. Κοιτάζομαι στον καθρέφτη, συνειδητοποιώ ότι δεν είμαι και στην πρώτη νιότη. «Περνάνε τα χρόνια», σκέφτομαι και ανοίγω την τηλεόραση μπας και ξεχαστώ, να αφαιρεθώ λιγάκι (εγώ, οι ρυτίδες δεν αφαιρούνται έτσι). Και πέφτω πάνω στο σοκαριστικό συμπέρασμα: Στον κόσμο που ξεπροβάλλει μέσα από την οθόνη μου ο χρόνος δεν περνάει, πάει αντίστροφα και φτάνει ίσαμε και το Μεσαίωνα. Προφανώς είναι ένα από τα υπερφυσικά κατορθώματα του διάσημου πνευματιστή που ψάχνει διάδοχο.

Γιατί τα ριάλιτι καλύπτουν τις ανάγκες κάθε εποχής. Βρήκαμε τραγουδιστές, ηθοποιούς, παρουσιαστές, κι άλλους τραγουδιστές, χορευτές, παιδάκια-ταλέντα, μάγειρες, κακόμοιρα ταλέντα και ότι θα μπορούσε να γεμίσει μια πίστα, ένα τσίρκο ή ένα κεφάλι αφού πρώτα αδειάσει τα προβλήματά του πάνω στον καναπέ.

Φέτος χρειαζόμαστε κι άλλους τραγουδιστές, μοντέλα (που μπορεί τελικά να γίνουν τραγουδίστριες), κορίτσια για σπίτι (του αγρότη το σπίτι) και το διάδοχο του Γιούρι Γκέλλερ, που βάλθηκε να παραδώσει το μαγικό του κουτάλι σ έναν mentalist. Έτσι το λένε αυτό που ψάχνει. Υπερφυσικές δυνάμεις θέλουμε. Μάγους. Όχι για νατους κάψουμε. Για να τους αναδείξουμε.

Και πρόσεχε: Δεν μιλάμε για ταχυδακτυλουργούς. Όχι καλέ. Σιγά μη γίνεις διάδοχος του συνεργάτη του FBI ανακατεύοντας μερικά τραπουλόχαρτα. Καλά διάβασες. «Συμμετείχε σε αποστολές του FBI για εντοπισμό μανιακών δολοφόνων». Και όχι μόνο αυτό. Έχει και στη CIA στο βιογραφικό του (λες να μετράνε αυτά τα μόρια για το δημόσιο;). «Βοήθησε να στείλουν στους Ρώσους θετικές σκέψεις για τον πυρηνικό αφοπλισμό». Δεν είναι αποτυχημένο ανέκδοτο. Είναι επιτυχημένος mentalist. Κι αυτά τα πράγματα τα λέει σοβαρά. Και μάλιστα όχι στην Αννίτα Πάνια.

«Ένα ακόμα ταλέντο του είναι ο εντοπισμός πετρελαίου και πολύτιμων μετάλλων». Εγώ λέω να τον προσλάβουμε. Τι ποιον; Αυτόν δίπλα στο Φερεντίνο. Ξέρω ότι τον συμπαθείς. Τον Φερεντίνο. Εγώ όχι πια.

Πολλά θαυματουργά συμβαίνουν στη ζωντανή εκπομπή. Ολοζώντανη σου λέω, σπαρταράει, σαν έναν υποψήφιο διάδοχο που σταμάτησε για κάποια δευτερόλεπτα τους παλμούς της καρδιάς του και όλοι παγώσαμε και ο Γιούρι Γκέλλερ παραλίγο να επέμβει γιατί θέλει πνευματιστές και όχι πνεύματα. Βέβαια το κόλπο (ωχ λάθος, το μαγικό) που ψηφίστηκε ως το πιο επιτυχημένο της βραδιάς ήταν κάποιου άλλου που έσβησε με τα δάχτυλά του ένα τσιγάρο (είναι πολύ πιο εντυπωσιακό, καταλαβαίνεις).

Όλα συμβαίνουν σε μια ατμόσφαιρα πνευματισμού και μυστηρίου. Οι λαμπεροί καλεσμένοι, δύσπιστοι και ορθολογιστές στην αρχή, μένουν τελικά εντυπωσιασμένοι από τις υπερφυσικές ικανότητες, τρομαγμένοι με τα ανεξήγητα που εκτυλίσσονται μπροστά στα μάτια τους. Και βέβαια, το πιο ανεξήγητο που συμβαίνει σε αυτή την εκπομπή είναι που δεν επεμβαίνει το Ραδιοτηλεοπτικό Συμβούλιο.

Ένα ρήμα


Πολύ μ' έχει απασχολήσει κατά καιρούς η μέση φωνή του ρήματος «ψάχνω». Πρόκειται για μια από κείνες τις ιδιάζουσες περιπτώσεις λέξεων που η σημασία τους εναλλάσσεται με την πάροδο του χρόνου. Και δεν εννοώ εκείνο το χρόνο τον ευρύτερο που πατάει πάνω στο λεξιλόγιο και παίρνει για παράδειγμα τη δόξα από τον «αγαθό»- γενναίο και τον κάνει «αγαθό»- χαζούλη. Μιλώ για το χρόνο τον άλλο, τον προσωπικό, τον αμείλικτο, που δεν χαρίζεται ούτε σε αγαθούς ούτε σε πανούργους. Αλλά θαρρώ ότι σε μπέρδεψα και καθόλου δεν το ήθελα.

Το «ψάχνομαι» λοιπόν έχει μια ερμηνευτική που ξεκινάει από την εφηβεία του ανθρώπου. Τότε που –προφανώς για να μην συγχύζουν περισσότερο τον ήδη πανικόβλητο έφηβο- βαφτίζουν τα σπυριά ακμή και την τσαντίλα αμφισβήτηση. Εκεί λοιπόν, ανάμεσα σε μπάσες φωνές, ημερολόγια, τσακωμούς με ότι κινείται και τρίχες που φυτρώνουν παντού, προκύπτει και η ανάγκη για «ψαγμένες» σκέψεις, «ψαγμένες» συζητήσεις και ως εκ τούτου γίνεται Μπεστ Σέλερ το ύφος είμαι-βαρύς-και-μελαγχολικός-γιατί-ψάχνομαι.

Και ξάφνου αποκαθηλώνονται από τους τοίχους των δωματίων τα ποπ είδωλα και τα (ημι)διάσημα γκομενάκια κι έρχονται και σου θρονιάζονται κάτι μαυροφορεμένοι στενάχωροι τουεναλλακτικού ή τίποτα άρτι ανακαλυφθείσες σκοτεινές παλιατζούρες. Και στα μπλουζάκια το χρώμα απαγορεύεται, μόνο κάτι στάμπες με θανατερές φιγούρες ή οποιαδήποτε αγγλόφωνη εξυπνάδα περιλαμβάνει τη λέξη «fuck». Πρόεδρος του σχολείου εκλέγεται εκείνος με τα βρόμικα μαλλιά που γρατσουνάει μια κιθάρα και μπορεί να κάνουμε τις «εκδηλώσεις» μας στα σκυλάδικα αλλά κατά βάθος τα σνομπάρουμε, άλλο που είμαστε μέσα σ’ όλα. Η συγκεκριμένη στιλιστική και τύπου πνευματική ερμηνεία του «ψάχνομαι» ενδέχεται να διατηρηθεί και στη μετ-εφηβεία, σε μερικές περιπτώσεις μάλιστα παραμένει και στα πρώτα χρόνια της ενηλικίωσης (πρόκειται για εκείνη την κατηγορία ανθρώπων που συχνά φορτώνονται ένα ψυχολογικό κατασκεύασμα με τον ευφάνταστο τίτλο «σύνδρομο του Πίτερ Παν»).

Ακολουθεί μια ερμηνεία που η χρονική της διάρκεια ποικίλλει από άτομο σε άτομο και έχει να κάνει με τον επαγγελματικό προσανατολισμό, αρχικά σ’ ένα επίπεδο λιγότερο ρεαλιστικό και συγκροτημένο από τον παραπάνω όρο. Για την ακρίβεια, εδώ «ψάχνομαι» πάει να πει ότι στύβω το μυαλό μου να σκεφτώ οποιοδήποτε ταλέντο θα μπορούσα να μετατρέψω σε δουλειά, χωρίς όμως να λάβω υπόψη μου ότι για να το βρω πρέπει να το διαθέτω. Εφόσον λοιπόν εξαντλήσω τη δυνατότητα να επιδοθώ σε οτιδήποτε καλλιτεχνικό ή εν γένει δημιουργικό, τελικά προσγειώνομαι στον πραγματικό κόσμο όπου οι ευκαιρίες δεν είναι ποτέ χρυσές ενώ τα βιογραφικά είναι πάντα ελλιπή.

Πάμε τώρα στο επόμενο στάδιο. Αφού λοιπόν έχω καταλήξει πάνω-κάτω σ έναν εαυτό που δεν πολυσυμπαθώ (μα κι αυτές οι φωτογραφίες ταυτότητας να βγαίνουν πάντα χάλια), αφού έχω βρει κάτι να απαντώ στην ερώτηση «με τι ασχολείσαι», κάπου να λέω ότι μένω (αποκρύπτοντας όμως ότι κάθε φορά που με βλέπει η δόλια η μάνα μου πάνω από το κεφάλι της σχηματίζεται ένα συννεφάκι σε σχήμα τάπερ), τότε δοκιμάζω ν’ αλλάξω κατηγορία και να περάσω στην ενότητα «σχέσεις». Μετρώ τους ναυαγισμένους έρωτες που με γέμισαν δυσπιστία και λούτρινα ζωάκια, μετρώ και κάτι άλλους ανέκδοτους, μένουν και κάμποσα επιπόλαια που δε μετράνε. Κι η Χαρούλα να με τσιγκλάει «οι φίλοι μου όλοι εδώ και χρόνια ζευγάρια γίναν» και «δεν τους αντέχω ζευγαρωμένους κι εγώ να μην έχω». Σα δεν ντρέπεται κι η Χαρούλα, μεγάλη γυναίκα. Κι εκεί σκάει πάλι το «ψάχνομαι». Με άλλη αμφίεση αυτή φορά. Με κοστούμι καλοσιδερωμένο και του λέω «τι ντύθηκες;» και λέει «ισορροπία». Μόνο που ξέρεις κάτι; Το «ψάχνομαι» δεν το χώνεψα ποτέ, καμία απ’ τις στολές του. Και την ισορροπία του δεν τη θέλω, έχω κάμποση. Δεν θα αρκούσε βέβαια σε ακροβάτη, αλλά για σερβιτόρο φτάνει και περισσεύει.

Ευχαριστώ, δε θα πάρω.


Θυμάστε τα παλιά τα χρόνια που όταν κάποιος γιόρταζε ορμάγαμε όλοι στα σοκολατάκια; Δεν είναι πολύ κομψό αλλά παραδεχτείτε το. Ήμαστε αθώοι τότε. Δεν είχαμε ιδέα για την καλοστημένη διατροφική συνωμοσία που διαρκώς κερδίζει έδαφος. Τώρα πια σε αυτές τις εορταστικές περιστάσεις υπάρχει πάντα ένα αξιοσημείωτο ποσοστό που κοιτάζει θλιμμένα τα ενοχοποιημένα κεράσματα. Κάνεις δίαιτα; Όχι, απλώς προσέχω. Τι προσέχεις αγάπη μου; Τη γραμμή σου; Αφού είσαι μια λεπτή γραμμούλα. Και δεν είναι μόνο αυτό. Υπάρχει κι ένα άλλο, επίσης σημαντικό ποσοστό της ομήγυρης. Είναι τα πρόσωπα στα οποία διακρίνεται η απελπισία αμέσως μετά την απερίσκεπτη αποδοχή της προσφοράς, και κοιτάζουν με δέος και ίχνη φθόνου τους γενναίους που απείχαν.

Πάντα υπήρχαν άνθρωποι που έκαναν δίαιτα. Κάποιοι για ένα χρονικό διάστημα, κάποιοι άλλοι για πάντα. Κανείς δεν αρνήθηκε ότι το σωστό σωματικό βάρος είναι θέμα υγείας, ενίοτε και αισθητικής. Αλλά δεν αντέχω άλλο να ξεφυτρώνουν από παντού διαιτολόγοι, διατροφολόγοι και ένα σωρό λόγοι που δεν πρέπει να τρώμε κόκκινο κρέας (δεν εννοούν μόνο το κοκκινιστό, κι εγώ έτσι νόμιζα τα δύο πρώτα χρόνια και θεωρούσα ότι είχα καθαρίσει κόβοντας το ροσμπίφ).

Μαςείπαν να περιορίσουμε τη ζάχαρη και να προτιμήσουμε τα υποκατάστατα σε –ίνη, αυτά που μοιάζουν με σκόνη πλυντηρίου. Μετά μας είπαν ότι είναι επικίνδυνα για την υγεία, μετά ότι τελικά δεν είναι, μετά ότι ίσως είναι, και, αν δεν έχω χάσει κάποιο επεισόδιο, τώρα είναι πάλι εντάξει.

Το βούτυρο κάνει τρομερή ζημιά, ε πια το έχουμε εμπεδώσει. Για ζυμαρικά μην το συζητάς, τι να τον κάνεις τον υδατάνθρακα, λίπος θα γίνει. Γλυκά, παγωτά ξέχνα τα, εννοείται. Τι αλκοόλ, ούτε που να το σκέφτεσαι. Κακές θερμίδες, α πα πα. Άντε να σ’ αφήσω ένα ποτήρι κόκκινο κρασί μια στις τόσες, κάνει καλό στην καρδιά. Κόκκινο είπαμε.

Φαντάζομαι ξέρεις ότι αν δεν φας πρωινό καταστράφηκες. Δημητριακά βέβαια. Ακατέργαστα όμως, μην πας και πάρεις αυτά που είναι σαν μπισκοτάκια. Που νόμιζες ότι θα μου ξεφύγεις. Βρώμη μέσα σε γάλα. Κι ας γίνεται λάσπη.
Εννοείται πως ότι βγαίνει σε ολική άλεση το προτιμάς. Τι σε νοιάζει πώς γίνεται η ολική άλεση; Είναι καλό πράγμα σου λέω. Όπως επίσης τα φρούτα και τα λαχανικά. Και από ζωντανά μόνο ότι έχει φτερά (κι ας μην πετάει). Και ότι κολυμπάει.

Τα τηγανητά κομμένα. Εδώ δεν επιτρέπω καμία παρασπονδία. Η τηγανητή πατάτα είναι εχθρός μας. Έχεις άλλωστε τόσες πολλές χρωματιστές επιλογές για να συνοδεύσεις τη γαλοπούλα σου. Τεράστια γκάμα. Στον ατμό.

Παραλίγο να ξεχάσω τα ω3 λιπαρά οξέα. Χωρίς αυτά δεν πας πουθενά. Μη φοβάσαι που λέει λιπαρά, τα θέλουμε. Σε κάτι ψάρια θα τα βρεις αυτά. Αλλά άκουσα ότι τώρα τελευταία τα έβαλαν και σε σαλάμι.

Την επόμενη φορά λοιπόν που θα σου προσφέρουν ζαχαρωμένους πειρασμούς μην ενδώσεις. Χαμογέλα (μη δείξεις ότι υποφέρεις) και πες ότι κάνεις διατροφή. Άκου που σου λέω. Μετράει. Και να θυμάσαι ότι εκτός από το φαγητό υπάρχουν κι άλλες απολαύσεις στη ζωή. Θα βρούμε τρόπο να τις αποφύγουμε.

Εθνική Επέτειος


Πάει, πέρασε κι αυτή η εθνική γιορτή. Μαζέψτε τα σημαιάκια από τα μπαλκόνια σας μέχρι την επόμενη. Καλέ δε χρειάζεται να περιμένετε μέχρι του χρόνου, έχουμε δύο. Ναι είναι αυτές οι δύο γιορτές που μπερδεύει η αστοιχείωτη μαθητιώσα νεολαία.

Δεν έχετε δει εκείνο το ευφάνταστο ρεπορτάζ που επαναλαμβάνεται κάθε 28 του Οκτώβρη; Στέλνουν ένα δόλιο άνθρωπο χωρίς πρόσωπο αλλά με μικρόφωνο σε σχολεία και παρελάσεις να ρωτάει «τι γιορτάζουμε σήμερα». Για μεγαλύτερη επιτυχία μπορεί να πάει και στις καφετέριες κοντά σε σχολεία. Γιατί όσο να ‘ναι, με τον καφέ ανά χείρας «γράφει» αλλιώς το θέμα. Κατά φοβερή σύμπτωση ένα τεράστιο ποσοστό των νεαρών ερωτηθέντων απαντάει κάτι ασυνάρτητο και ασύντακτο που περιλαμβάνει τη λέξη «Τούρκοι». Πάντα σε πρώτο πληθυντικό πρόσωπο, το λεγόμενο ποδοσφαιρικό: «νικήσαμε», «επαναστατήσαμε», «πολεμήσαμε».

Και αφού ολοκληρωθεί το πρωτότυπο βίντεο, κορυφώνεται η ηδονή του μορφωμένου παρουσιαστή, ο οποίος φοράει το πιο απαξιωτικό του βλέμμα-τς-τς και περνάει αγέρωχος στο επόμενο θέμα που είναι το μήκος της φούστας στις παρελάσεις. Κι επειδή είσαι έξυπνος τηλεθεατής καταλαβαίνεις ότι ουσιαστικά έχουμε μείνει στο ίδιο θέμα-τς-τς.Θα σου τα πει καλύτερα ο παπάς που θα έχουμε σε λίγο στο πάνελ μας.

Το βίντεο με τους ουρανοκατέβατους πιτσιρικάδες δεν καταδεικνύει μόνο την αμάθεια και την αμορφωσιά της νεολαίας, γιατί τότε θα αρκούσε να βγούμε στους δρόμους με τις καρτέλες του τρίβιαλ περσούτ. Και δεν καταγγέλλει μόνο το προβληματικό εκπαιδευτικό σύστημα, γιατί τότε θα αρκούσε να ρίξουμε μια ματιά στα σχολικά κτίρια και στα βιβλία. Η εθνική επέτειος δεν είναι ένα τυχαίο τεστ.

Τα παιδιά της Ελλάδος (παιδιά) δεν γνωρίζουν την ιστορία μας (κρατάμε πάντα τον ποδοσφαιρικό πληθυντικό). Αδιαφορούν για την κληρονομιά μας. Απομακρύνονται από τα ιδεώδη μας. Και τι ταιριάζει γάντι με τις αξίες και τις παραδόσεις; Το βρήκες. Το ήθος, η ευπρέπεια. Κοίτα την κοπελιά που παρελαύνει με το φουστάκι και τους κοθόρνους. Μωρέ σα δεν ντρέπεται. Τίποτα δε σέβεται. Ρίξε και κάνα δυο βουλευτές να τσιρίζουν παιάνες (ξέρεις εσύ). Και μην ξεχάσεις να στείλεις κάμερα στα σχολεία με τους αλλοδαπούς σημαιοφόρους.

Κάθε χρόνο η ίδια ιστορία. Και το ίδιο συμπέρασμα. Πού πάμε χωρίς εθνική συνείδηση; Να σας πω όμως κάτι κύριε με το μικρόφωνο; Τα τελευταία χρόνια το μάθημά σας πιάνει τόπο. Στην επόμενη εθνική γιορτή να μην πάτε για ρεπορτάζ στα σχολεία αλλά σε άλλα στέκια. Εκεί θα βρείτε νέους να ξεχειλίζουν από υποτιθέμενο «πατριωτισμό». Αυτόν που με τρομάζει.