Πέμπτη 29 Ιουλίου 2010

Αυθορμήτως


Ο αυθορμητισμός είναι ελάττωμα πολλών ανθρώπων. Έτσι λένε δηλαδή. Αυθορμήτως. Υποφέρουν επίσης από την ειλικρίνεια και την ευθύτητα που τους διακρίνει. Αλλά τις περισσότερες φορές περιορίζονται να διαφημίσουν ως ελάττωμά τους μόνο τον αυθορμητισμό που άλλωστε περιέχει και τα λοιπά ειλικρινή ταλαίπωρα.

Ο αυθόρμητος άνθρωπος εκφράζει τις σκέψεις του και τα συναισθήματά του χωρίς ενδοιασμούς. Ό,τι του ‘ρχεται δηλαδή. Κι άμα πει χοντράδα οι άλλοι πρέπει να πουν άχου μωρέ είναι αυθόρμητος δεν πειράζει, όπως κάνουν με κάτι κακομαθημένα παιδάκια που έχουν την αγένεια για εξυπνάδα και καμάρι του γονιού.

Και δε μιλώ για τις χοντράδες που ξεφεύγουν. Οι αυθόρμητες είναι οι άλλες, οι εκ πεποιθήσεως. Εκείνης της πεποιθήσεως που θέλει τα πάντα άκοπα κι αμοντάριστα, λες και πλήρωσαν οι άλλοι άνθρωποι εισιτήριο για να δουν τον εναλλακτικό σου κινηματογράφο.

Ο φανατικός αυθόρμητος είναι κατ’ επιλογή. Και πρόκειται για επίκτητο γνώρισμα, αλλά μεταμφιεσμένο σε έμφυτο. Εκφράζεται χωρίς να ερωτηθεί, χωρίς να τον ρωτήσει κανείς τι σκέφτεται για κάτι που δεν τον αφορά. Γιατί εκεί γίνεται η επίδειξη αυθορμητισμού ή αλλιώς έξαρση. Άμα τον αφορά πάμε σε άλλα χωράφια που λέγονται σχέσεις διαπροσωπικές, και τότε δε μιλάμε για αυθορμητισμούς και περισκέψεις αλλά για την αλήθεια και το ψέμα του ενός στον άλλον, και τέλος πάντων δε μας πέφτει λόγος.

Οι ενδοιασμοί και οι επιφυλάξεις που αποστρέφεται ο αυθόρμητος είναι απλώς η στοιχειώδης αίσθηση να μην προσβάλεις και να μη στεναχωρήσεις. Έλα όμως που η αβάσταχτη ειλικρίνεια και η σημαία της ευθύτητας που υπηρετεί είναι πράματα ανελέητα. Και βολικά. Γιατί σε γλυτώνουν από τη διαδικασία της διαφοροποίησης της συμπεριφοράς σου ανάλογα με το άτομο που έχεις απέναντί σου, με το βαθμό της οικειότητας που σε κάθε περίπτωση έχεις ή δεν έχεις κερδίσει.

Όταν ο αυθορμητισμός δηλώνεται σημαίνει πως έχει ανάγκη να πείσει. Και όχι μόνο για τη γνησιότητα του χαρακτήρα. Συχνά το αυθόρμητο κολλάει δίπλα στην προσέλευση ή και στις εκδηλώσεις του πλήθους. Γιατί βέβαια πρέπει να επισημάνουμε ότι δεν υφίσταται υποκίνηση, ότι όλα γίνονται αυτοβούλως, κανείς δεν ελέγχει την «αγάπη» ή την «οργή» του «κόσμου». Κοίτα να δεις που τόσοι νοματαίοι συντονίστηκαν αυθορμήτως στην αυθόρμητη αντίδραση που αυθόρμητα επικροτούμε.

Παρασκευή 23 Ιουλίου 2010

Υπομονή


Την υπομονή τη λένε για καλό οι άνθρωποι. Στις αρετές την υπολογίζουν, όσο κι αν συνδέεται με κείνη την άχαρη κατάσταση που έχουν το ίδιο δεύτερο μισό, την αναμονή δηλαδή.

Όμως ακόμα κι αν δεν την εκτιμάς την υπομονή, δεν μπορείς παρά να αναγνωρίσεις την ειλικρινή της πρόθεση. Και δε μιλώ για τις προθέσεις που δικάζονται. Τις άλλες προθέσεις εννοώ, της γραμματικής, τις βαρετές τις άκλιτες.

Η υπομονή λοιπόν δεν έχει, όπως η συγγενής της η αναμονή, εκείνη την πρόθεση την παραπλανητική, της ανανέωσης, της αναπτέρωσης και της ανάστασης. Αντιθέτως, δηλώνει ξεκάθαρα υπόχρεη και σε υποψιάζει αμέσως.

Απαραίτητο αξεσουάρ σε μια κατάσταση αναμονής, η υπομονή εγγυάται την αντοχή σου στη δύσκολη αποστολή να παραμείνεις ακίνητος την ώρα που ένα κουνούπι γυροφέρνει τ’ αυτί σου. Σε βοηθάει να μην κάνεις τίποτα, πράγμα αρκετά δύσκολο, πολύ περισσότερο όταν σου στολίζουν τη σύσταση να περιμένεις με ένα απλώς, που αν υπήρχε ελπίδα απλότητας, τότε η υπομονή δε θα ‘ταν προσόν αλλά τζιν παντελόνι.

Άλλωστε δεν είναι τυχαίο ότι με την υπομονή οπλίζεσαι. Σαν έτοιμος για μάχη. Και σίγουρα ως όπλο εννοείται η ασπίδα, γιατί πού να κάνεις επίθεση όταν ο ρόλος σου είναι απλώς να περιμένεις;

Το κακό με την υπομονή είναι το ρήμα της το αντίστοιχο. Τίποτα καλό δε βάζουν ποτέ δίπλα σε κείνο το δόλιο το υπομένω. Βάσανα, συμφορές, αδικίες, όλα τα κακορίζικα πάνε και κάθονται στο πλάι του, αλλά εσύ εκεί, αγέρωχος σημαιοφόρος της εγκαρτέρησης. Και πρόσεχε, άμα γκρινιάζεις δε μετράει. Το επιτυχημένο κόνσεπτ είναι το αδιαμαρτύρητο.

Δεν είδες την ιώβεια περίπτωση την πολυδιαφημισμένη; Δεν την είδες θα μου πεις αλλά μη ερεύνα γιατί μας χρειάζεται τώρα το παράδειγμα. Έχασε λέει τα παιδιά του και τα ζώα του αλλά απέκτησε πάλι παιδιά (τον ίδιο αριθμό με πριν) και ζώα διπλάσια (εδώ έβγαλε κέρδος). Και όλα αυτά χάρη στην υπομονή, που εν προκειμένω βέβαια πάει μαζί με πίστη και ευσέβεια, αλλά μάλλον αυτά τα τελευταία είναι προαιρετικά γιατί αλλιώς δε θα κυκλοφορούσε σκέτη η παροιμιώδης η έκφραση. Θα σου ‘διναν δώρο και τις υποσημειώσεις.

Πάντως στην υπομονή υπάρχουν και όρια. Γιατί μπορεί να περνάς τόσο καλά περιμένοντας που να ξεχαστείς και να το παρακάνεις. Αν και δε νομίζω ότι εννοούν ακριβώς αυτό όταν λένε χαρά στην υπομονή σου.

Παρασκευή 16 Ιουλίου 2010

Απόδραση


Αν από το σπίτι κάποιου μπορείς να βγάλεις συμπεράσματα για το χαρακτήρα του, τον κόσμο του και τις συνήθειές του, όλο και κάποια ένδειξη σου δίνουν και οι θερινές του επιλογές για διαμονή. Δεν έχουν βέβαια την εγκυρότητα της μόνιμης κατοικίας, αλλά ίσως η προσωρινότητά τους να φωτίζει πτυχές πιο ιδιαίτερες, σε συνάρτηση πάντα με την περίσταση που καλύπτουν και είθισται να τη λέμε απόδραση.

Το κόνσεπτ που έχει ως μοναδικό ζητούμενο ένα κρεβάτι να κοιμάμαι-σιγά μην κάθομαι στο δωμάτιο, θαρρώ πως δεν έχει μεγάλη πέραση μετά την πενταήμερη και ούτε καν. Ακόμα κι αν σε μια έξαρση ολιγάρκειας και φιλοσοφημένης αποταμίευσης τύπου να-τα-φάμε-αλλού ξεκινήσεις κάπως έτσι, στην πορεία συνειδητοποιείς ότι θα πληρώσεις που θα πληρώσεις σα ν’ αγόραζες στρώμα ανατομικό χωρίς καν να νοικιάζεις τέτοιο πράμα, ας έχεις τουλάχιστον τις ανέσεις που σου δηλώνονται, ένα άνετο ορμητήριο για να εξερευνήσεις το νησί –διάθεση που θα σου φύγει με το που θα πατήσεις το πόδι σου εκεί πέρα, αλλά ποτέ δεν το ξέρεις εξαρχής.

Ψάχνεις λοιπόν κάτι φτηνό και λες ότι το θες αξιοπρεπές, εννοώντας την αξιοπρέπεια που εξασφάλισαν στην ανθρωπότητα το υδρευτικό και το αποχετευτικό σύστημα καθώς και το θαύμα του ηλεκτρισμού. Καλό θα ήταν βέβαια να διατηρείς μια επιφύλαξη απέναντι στο νερό όταν δεν είναι εμφιαλωμένο και να μην εμπιστεύεσαι την ντουζιέρα τις ώρες που επιστρέφουν από τη θάλασσα οι λοιποί ένοικοι. Όλως περιέργως οι ώρες αυτές συμπίπτουν. Γιατί οι αποδράσεις από την προγραμματισμένη ρουτίνα έχουν πάντα πρόγραμμα -ανέμελες κατά τ’ άλλα.

Αν είσαι από εκείνους τους παραθεριστές που λένε δε βαριέσαι-λίγες μέρες θα μείνουμε-να κλείσουμε τα καλύτερα, τότε θα πληρώσεις πολλά λεφτά. Κι επειδή τα καλύτερα τη μυρίζονται αυτή την ψυχολογία, θα πληρώσεις ακόμα περισσότερα. Εδώ προτιμάς τα ξενοδοχεία, με πρωινό πάντα, και αυτό σε ενδιαφέρει ακόμα κι αν τα πρωινά θες σκέτο καφέ και μόνο αυτό, ακόμα κι αν αντιστέκεσαι σθεναρά στην εκστρατεία των απανταχού συμβούλων διατροφής (επαγγελματιών ή μη) που σα να έχουν δώσει όρκο να εισαγάγουν δια της βίας το πρωινό στη ζωή σου. Στα ξενοδοχεία πάντως είναι εκ των ων ουκ άνευ, σου το υπογραμμίζουν μάλιστα σα να πρόκειται για κάποια σπουδαία προσφορά και βέβαια για να το προλάβεις οφείλεις να ξυπνήσεις την ώρα που θα πήγαινες στη δουλειά από την οποία έχεις αποδράσει. Ανέμελα όμως.

Κι ενώ στην παραπάνω περίπτωση μετράς με αστέρια τις ανέσεις, υπάρχει και η επιλογή να ανταλλάξεις την πολυτέλεια με τα άλλα αστέρια, του ουρανού, και να προτιμήσεις αυτό που λένε κάμπινγκ. Το κάμπινγκ βγαίνει σε οργανωμένο, που σε βλέπουν να διστάζεις και σου λένε έχει τα πάντα, αλλά ξέρεις ότι αν είχε τα πάντα θα ήταν σπίτι, ή τέλος πάντων δεν ισχύουν τα πάντα για κάτι που δεν έχει κρεβάτια. Οι τολμηρότεροι όλων πάνε σε ελεύθερο κάμπινγκ. Εκεί δεν έχει τίποτα. Και κανείς δεν προσπαθεί να σε πείσει για το αντίθετο εφόσον αυτό το τίποτα υποτίθεται ότι είναι η ουσία αυτής της διαδικασίας. Γιατί έλα που δεν είναι διαδικασία οι διακοπές σου σε αυτές τις συνθήκες. Μη σου πω και δοκιμασία. Πάντως κάποιοι λένε ότι περνούν καλά, ενθουσιάζονται κιόλας και δεν έχω λόγο να μην τους πιστέψω. Άλλωστε καθένας οργανώνει την απόδρασή του στο βαθμό που μπορεί να την αντέξει.


Παρασκευή 9 Ιουλίου 2010

Συρτάρια


Θυμάσαι τότε που οι φάκελοι δεν άνοιγαν με διπλό κλικ και τα αρχεία είχαν σκόνη; Δεν τα νοσταλγώ βέβαια -μακριά από μένα όλων των ειδών οι αναπολήσεις- μόνο που ξεκινώ από κει για να σου πω σχετικά με κάτι μέρες που σε ανακατεύουν με ό,τι απτό έχει ξεμείνει από τα περασμένα σου.

Ώχου, θα μου πεις, τι θες και τα σκαλίζεις. Αλλά σε πιάνει μερικές φορές μια τέτοια διάθεση, φταίει και που όλα αυτά τα συρτάρια, τα ντουλάπια, τα καταχωνιασμένα μικροπράματα σε αναδεικνύουν σε πρωταγωνιστή, ακόμα κι όταν παραπέμπουν σε μικρές ιστορίες που δεν είχες και πολλές ατάκες. Γιατί τα αντικείμενα-κλειδιά που έχεις διαλέξει δείχνουν τη δική σου παρουσία εκεί. Είναι σαν να βάζεις στην αφίσα της ταινίας το κακόγουστο καπέλο που φορούσε σε μια μικρή σκηνή ένας κομπάρσος.

Στα φορτωμένα χρονοντούλαπα υπάρχουν αρκετές πιθανότητες να ανακαλύψεις άφθονο ημερολογιακό υλικό. Η μορφή του εξαρτάται από το εφηβικό στάδιο που του ‘λαχε κάποτε να καλύψει. Πρώτα το φώναζες αγαπητό σου ημερολόγιο και οι σελίδες του σκιρτούσαν από αγάπες, ανασφάλειες και κουτσομπολιά εσωτερικής κατανάλωσης. Μετά το ήθελες τύπου καταστρώματος και τόσο ανήσυχο λογοτεχνικά που ευτυχώς σου δίνουν και τη μετεφηβεία σε ορολογία για να ‘χεις λίγο ακόμα άλλοθι.

Με γράμματα, σημειώματα και λοιπές γραπτές καταθέσεις νιώθεις πιο άνετα. Όπως και να το κάνουμε η μισή ντροπή που δίνουν στον παραλήπτη είναι απλώς παρηγοριά στον αποστολέα.

Οι φωτογραφίες είναι συχνά τακτοποιημένες είτε σε κακόγουστα άλμπουμ με γατάκια, μωράκια και λοιπά πλαστικοποιημένα είτε σε χαρτόδετες εικαστικές απόπειρες. Αντιστοίχως εκτιμώνται και οι ιστορίες που κουβαλάνε. Οι χύμα φωτογραφίες οι ανοργάνωτες έχουν άλλο βάρος, συναισθηματικό έστω και με το ζόρι, καθώς η κατάστασή τους αυτή προδίδει είτε χαρισμένο πράγμα είτε αποκαθηλωμένο από κορνίζα είτε άνθρωπο εν γένει ακατάστατο άρα επιρρεπή στα δραματικά φορτία.

Στα συρτάρια του παρελθόντος συνωστίζονται κι ένα σωρό ακόμα μικροαντικείμενα, από κασέτες και βότσαλα μέχρι αποξηραμένα λουλούδια και δώρα συμβολικά -τα περισσότερα άσχημα και σίγουρα πιο άχρηστα από τους σκόρπιους συνδετήρες τριγύρω.

Καμιά φορά λες άντε να πετάξω τίποτα να κάνω χώρο. Και μισοαδειάζεις το συρτάρι προσεκτικά, φροντίζοντας πάντα ν’ αφήσεις πάνω-πάνω μερικές φωτογραφίες για να καλύπτουν το αστείο καπέλο του κομπάρσου.

Παρασκευή 2 Ιουλίου 2010

Σημεία


Τα λόγια είναι πολύχρωμα, φτερωτά και κάπως ανέμελα. Τη δύσκολη αποστολή να συμμαζέψει λίγο τον ατίθασο χαρακτήρα τους έχει αναλάβει η γραπτή τους αποτύπωση. Τα στρώνει από δω τα ισιώνει από κει, συνήθως βγαίνει μια άκρη σχετικά αξιοπρεπής, όλο και κάποια προφορική ουρά ξεφεύγει όμως. Για τούτο το παραστράτημα μέρος της ευθύνης έχει η στίξη και το σακούλι με τα ύπουλα σημαδάκια της.

Η στίξη εμφανίζεται ως υπέρμαχος της σαφήνειας, που είναι εξ ορισμού πολύτιμη βοηθός του λόγου. Αλλά πίσω από τη μάσκα της αυτή κρύβει τους δόλιους σκοπούς της.

Η τελεία είναι το μόνο λιτό και απέριττο αξεσουάρ. Ολοκληρώνεται το νόημα, ζωγραφίζεις ένα μικρό σημάδι και ξεκινάς καινούργια νοήματα μ’ ένα γενναίο κεφαλαίο. Σε κάποιες περιπτώσεις η απουσία της ίσως να σήμαινε και χάος. «Μάθε να βάζεις τελείες» σου γράφουν οι δάσκαλοι για παρατήρηση στις παιδικές εκθέσεις και είναι η πρώτη φορά στη ζωή σου που ακούς αυτή τη συμβουλή και η τελευταία που αφορά σε έκθεση ιδεών και όχι συναισθημάτων.

Η τελεία μπορεί να είναι και άνω. Λιγότερο αποφασιστική, δυσκολεύεται κάπως να αποχωριστεί τα προηγούμενα. Κάτι σαν δίλημμα ανάμεσα στην τελεία και το κόμμα. Πρόκειται μάλιστα για κείνο το σημείο της στίξης που αποτελεί ανεξιχνίαστο μυστήριο του πληκτρολογίου. Σα να θέλει η τεχνολογία να σου κάνει ακόμα πιο δύσκολο το δισταγμό σου. Κι έτσι σε αναζήτηση κόπι πέιστ βάζεις ένα «πήραμε τη ζωή μας λάθος», έτσι σημειολογικά να σου βγει και το σημείο, κι ας ντρέπεσαι λίγο που επικαλείσαι τον ποιητή επί ματαίω.

Παύση είναι και το κόμμα αλλά αυτό έχει λίγη γκρίνια. Γι’ αυτό άμα είσαι κι επιρρεπής, εύκολα θα γεμίσεις σελίδες με καμπυλωτά μουρμουριστά σημαδάκια.

Ξεκάθαρο στόχο έχει το ερωτηματικό (αν εξαιρέσουμε βέβαια τη ρητορική του μεταμφίεση). Ρωτάει ο άνθρωπος. Ευθέως κι επιμόνως. Κι αν στον προφορικό λόγο υπάρχει το καταφύγιο του δήθεν αδιάφορου, καμιά ερώτηση δε γλυτώνει το με νοιάζει που δηλώνει η καταγραφή της.

Απροκάλυπτα χαρωπή η διάθεση του θαυμαστικού. Το αναγκάζουν πού και πού να συνοδεύει πιο σοβαρές εντάσεις, έναν τρόμο, μια αγανάκτηση, όμως κάτι σαν κλείσιμο ματιού μού φαίνεται πως το φέρει. Όπως και να το κάνεις, μια ανάλαφρη εσάνς τη διαθέτει, δεν μπορεί να εκφράσει το δέος ή το πάθος το βαρύ.

Παύλες, παρενθέσεις, εισαγωγικά, ό,τι βγαίνει σε ζευγάρι, είτε για να υποσημειώσει είτε για να υπογραμμίσει, αποδεικνύει ενίοτε την υποτίμηση ή την υπερτίμηση μιας πληροφορίας αντιστοίχως. Αν εξαιρέσεις τα σχολικά βιβλία, όπου οι παρενθέσεις είναι συχνά αριθμοί, τοπωνύμια ή άλλη ταλαιπωρία, τις περισσότερες φορές όσα παρεντίθενται είναι αποκαλυπτικότερα της ουσίας απ’ όλα τα υπόλοιπα που απλώς τίθενται. Τα εισαγωγικά ξιπάζονται κάπως και δε μου αρέσουν πολύ.

Οι τρεις τελείες αν και πληθωρικές στον αριθμό, έχουν επίσημο όνομα που δηλώνει φειδώ στην έκφραση και αποσιώπηση. Όμως εδώ συμβαίνει ό,τι ακριβώς και στον προφορικό το λόγο. Η πραγματική κρυψίνοια δεν έχει υπόνοια. Γιατί άμα θες πραγματικά να κρύψεις κάτι, δεν αφήνεις στο δρόμο μικρά αποσιωπητικά χαλίκια.